Σεπτέμβριος 1988

Μπαίνω σε μια αίθουσα αντικρίζοντας παιδιά που με κοιτούν περίεργα. Μπαίνω σε ένα χώρο όπου όλοι γνωρίζονται από το νήπιο ή ακόμα και πιο πριν και νοιώθω μια ομάδα να με περιεργάζεται, ήμουν μια ξένη που εμφανίστηκε ξαφνικά στην εδώ και 7 χρόνια παρέα τους. Στο διάλειμμα ήρθε ένα κοριτσάκι με κόκκινα μαλλιά και μου λέει «εμένα με λένε Ελένη , εσένα πώς σε λένε».? Μπορεί να ήταν περίεργη, μπορεί απλώς κοινωνική, σιγά σιγά γίναμε φίλες, μετά από 20 χρόνια έγινα νονά του γιού της. Στο μεγάλο διάλειμμα φωνάζουν τους «καινούργιους» που ήρθαν πρώτη φορά στο σχολείο να τους μιλήσει η διευθύντρια. Ανάμεσά τους και μία κοπέλα με αυτοπεποίθηση, λίγο παντογνώστης, φαινόταν άφοβη, δε μιλήσαμε μέχρι την Αʼ Λυκείου όπου βρεθήκαμε στο ίδιο τμήμα. Πριν 3 χρόνια με πάντρεψε. Στην ίδια συνάντηση με προσεγγίζει μία χαμογελαστή κοπελίτσα, με καλωσορίζει στο σχολείο και μου λέει ότι είμαστε συμμαθήτριες και αν θελήσω κάτι να τη ρωτήσω. Μπορεί να ήταν επειδή η μητέρα της ήταν η διευθύντρια, μπορεί επειδή απλά είναι κοινωνική, σήμερα είναι μια από τις πιο κοντινές μου φίλες. Συνάδελφοι και συνεργάτες δικηγόροι, η οδοντίατρος μου,  η λογίστριά μου και άλλοι,  φίλοι καλοί, πριν από 25 χρόνια αρχίσαμε να έχουμε τις ίδιες αγωνίες για το που θα καθίσουμε την 1η μέρα του έτους, για το αν θα μας «σηκώσει» ο καθηγητής τη μέρα που δε διαβάσαμε, για το χορό του σχολείου στη Ντίσκο για 1η φορά, για το διαγώνισμα στο θέατρο, για το αν θα βρούμε τραπέζι στο cassis, για τον έλεγχό για την τριήμερη εκδρομή στο Βόλο, για τις πανελλήνιες. Τώρα μιλάμε για τη δουλειά μας και τα παιδιά μας. Για άλλα 25 χρόνια τουλάχιστον.