Η υπερηχογραφική παρακολούθηση της κύησης
Η υπερηχογραφία αποτελεί μία ασφαλή, μη επεμβατική μέθοδο με μεγάλη διαγνωστική ακρίβεια, που παρέχει πολλές και σημαντικές πληροφορίες για το έμβρυο και την εγκυμοσύνη γενικότερα. Το υπερηχογράφημα χρησιμοποιεί ακουστικά κύματα υψηλής συχνότητας για την απεικόνιση του εμβρύου και χρησιμοποιείται στην ιατρική τα τελευταία 30 χρόνια. Οι υπέρηχοι δεν εκπέμπουν ακτινοβολία, όπως π.χ. οι ακτινογραφίες, και μέχρι σήμερα δεν υπάρχει καμιά ένδειξη ότι οι υπέρηχοι μπορεί να προκαλέσουν βλάβη στο έμβρυο.
Η εξέλιξη στον τομέα της τεχνολογίας δίνει τη δυνατότητα να απεικονίζουμε και να ελέγχουμε το έμβρυο σε τρεις διαστάσεις, οι γνωστές 3D εικόνες. Το λεγόμενο 4Dυπερηχογράφημα αναφέρεται σε παρακολούθηση των κινήσεων του εμβρύου με 3D εικόνες.
Τα βασικά υπερηχογραφήματα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης είναι τα ακόλουθα:
1. Το υπερηχογράφημα αρχόμενης κύησης (6-9 εβδομάδες):
Προσφέρει πληροφορίες για τον αριθμό των εμβρύων, την καρδιακή συχνότητα του εμβρύου και την ακριβή ηλικία κύησης. Επίσης, συμβάλλει στην έγκαιρη εντόπιση προβλημάτων, όπως η εξωμήτριος κύηση και η αποβολή.
2. Το υπερηχογράφημα αυχενικής διαφάνειας (11-13+6 εβδομάδες):
Είναι το υπερηχογράφημα κατά το οποίο γίνεται η μέτρηση της αυχενικής διαφάνειας του εμβρύου και σε συνδυασμό με άλλες υπερηχογραφικές μετρήσεις (ρινικό οστό, ροή αίματος στο φλεβώδη πόρο και την τριγλώχινα βαλβίδα, γωνία προσώπου) και βιοχημικούς δείκτες στο αίμα της εγκύου (free-βhcG&PAPP-A) υπολογίζεται με υψηλή ακρίβεια η πιθανότητα για σύνδρομο Down και για άλλες χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Επίσης ελέγχεται η ανατομία του εμβρύου για πιθανές ανωμαλίες και η πιθανότητα να αναπτύξει η έγκυος προεκλαμψία/υπέρταση κατά τη διάρκεια της κύησης.
3. Το υπερηχογράφημα Β’ Επιπέδου (18-24 εβδομάδες):
Ο κύριος σκοπός του είναι ο λεπτομερής έλεγχος της εμβρυϊκής ανατομίας. Ένα φυσιολογικό υπερηχογράφημα β’ επιπέδου μειώνει σημαντικά τον κίνδυνο να έχει το έμβρυο κάποια σοβαρή συγγενή ανωμαλία, χωρίς όμως να τον εξαλείφει. Επίσης παρέχει πληροφορίες για την πιθανότητα πρόωρου τοκετού καθώς και για την πιθανότητα να αναπτύξει η έγκυος προεκλαμψία/υπέρταση στην εγκυμοσύνη.
4. Το υπερηχογράφημα ανάπτυξης του εμβρύου/Doppler (24-42 εβδομάδες):
Κατά το υπερηχογράφημα αυτό ελέγχεται η ανάπτυξη του εμβρύου (βιομετρία), η ποσότητα του αμνιακού υγρού, η ροή του αίματος στον ομφάλιο λώρο και στα αγγεία του εμβρύου, η θέση και η μορφολογία του πλακούντα, η κινητικότητα του εμβρύου και οι αναπνευστικές του κινήσεις. Ο συνδυασμός υπερηχογραφικών μετρήσεων με καρδιοτοκογραφικό έλεγχο αποτελούν το λεγόμενο βιοφυσικό προφίλ του εμβρύου.
Τρισδιάστατο υπερηχογράφημα (3D& 4D)
Η τεχνολογία μας επιτρέπει πλέον να έχουμε τρισδιάστατη απεικόνιση του εμβρύου. Η τρισδιάστατη εικόνα (3D) προκύπτει από τη σύνθεση πολλών δισδιάστατων εικόνων. Στα περισσότερο εξελιγμένα μηχανήματα μπορούμε να βλέπουμε το έμβρυο τρισδιάστατο σε πραγματικό χρόνο (4D), δηλαδή να βλέπουμε τις κινήσεις του. Η συνηθισμένη δισδιάστατη υπερηχογραφική εικόνα μας δίνει τις πιο σημαντικές πληροφορίες για το έμβρυο. Σε κάποιες σπάνιες ανωμαλίες το τρισδιάστατο υπερηχογράφημα μπορεί να μας βοηθήσει να δούμε καλύτερα ορισμένα όργανα, ωστόσο είναι το δισδιάστατο υπερηχογράφημα που βασικά θα μας κατευθύνει στη διάγνωσή μας. Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της τρισδιάστατης υπερηχογραφίας είναι ότι μας δίνει την ευχαρίστηση να δούμε πιο «πραγματικές» εικόνες του εμβρύου στο φυσικό του περιβάλλον και ενισχύει έτσι την ψυχική επαφή των γονέων με το παιδί τους.
Επεμβατικές διαγνωστικές μέθοδοι
Η αμνιοπαρακέντηση (λήψη αμνιακού υγρού) και η λήψη τροφοβλάστης (λήψη βιοψίας από τον πλακούντα) είναι επεμβατικές μέθοδοι για τον έλεγχο των χρωμοσωμάτων του εμβρύου. Η λήψη τροφοβλάστης γίνεται από την 11η εβδομάδα της κύησης. Υπό υπερηχογραφική καθοδήγηση μία λεπτή βελόνα εισέρχεται στον πλακούντα και λαμβάνεται υλικό (χοριακές λάχνες). Αντίστοιχα, η αμνιοπαρακέντηση γίνεται από τη 16η εβδομάδα. Υπό υπερηχογραφικό έλεγχο μία λεπτή βελόνα εισέρχεται στον αμνιακό σάκκο και λαμβάνεται αμνιακό υγρό. Και με τις δύο αυτές μεθόδους εξετάζονται κληρονομικά νοσήματα, ο αριθμός και η ακεραιότητα των χρωμοσωμάτων και αποκλείονται μείζονες ανωμαλίες, όπως το σύνδρομο Down. Ωστόσο, με τον έλεγχο αυτό δεν είναι δυνατόν να αποκλεισθούν όλες οι ανωμαλίες. Τόσο στην αμνιοπαρακέντηση όσο και στη λήψη τροφοβλάστης υπάρχει ένας μικρός κίνδυνος αποβολής (μικρότερος από 1%).
Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι με τον υπερηχογραφικό έλεγχο δεν είναι δυνατόν να εντοπιστούν όλες οι ανωμαλίες, ενώ υπάρχουν και νοσήματα που είναι αδύνατον να διαγνωστούν προγεννητικά. Αυτό δε μειώνει την αξία της υπερηχογραφίας, που είναι απαραίτητη στην παρακολούθηση της κύησης και έχει καταστήσει δυνατή την έγκαιρη και ακριβή διάγνωση πολλών ανατομικών και χρωμοσωμικών ανωμαλιών του εμβρύου καθώς και γενετικών συνδρόμων βελτιώνοντας σημαντικά την έκβαση των κυήσεων.